28 Απριλίου 2013

Η Κρήτη δείχνει το δρόμο.


Ψάχνοντας για μια τράπεζα περπάτησα αρκετά επί της Λεωφόρου Μεσογείων. Μαγαζιά ξενοίκιαστα ή «διατιθέμενα» το ένα μετά το άλλο. Άρχισα να παρατηρώ όσα λειτουργούσαν. Ελαστικά αυτοκινήτων, ηλεκτρικές συσκευές, ανταλλακτικά αυτοκινήτων, είδη δώρων, έπιπλα, υποκαταστήματα εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, ηλεκτρονικά, τροφές ζώων, δημόσιες και περιφερειακές υπηρεσίες, εστιατόρια και ψητοπωλεία, φούρνοι-ζαχαροπλαστεία, βενζινάδικά και πάει λέγοντας. Α! Είδα κι ένα ψαράδικο δίπλα σε γνωστό ταχυφαγείο.

Δεν ξέρω αν το «δείγμα» είναι αντιπροσωπευτικό ως προς τη σύνθεση της αγοράς, αλλά η πρώτη σκέψη που μου δημιουργήθηκε, ήταν ότι όλα αυτά τα καταστήματα εμπορεύονταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία εισαγόμενα προϊόντα. (Μου θύμισαν ράφια σούπερ μάρκετ). Οι μόνες επιχειρήσεις που ξεχώριζαν για το πλήθος των «ελληνικών» προϊόντων που διέθεταν ήταν μόνο τα δυο – τρία περίπτερα, με τις σοκολάτες, τα πατατάκια, τις εφημερίδες, τα τσιγάρα και τα περιοδικά. Όλοι οι άλλοι πουλούσαν υπηρεσίες ή εισαγόμενα.

Αν θα μπορούσα να το γράψω σχηματικά, αυτό που καταλαβαίνω είναι, ότι στη χώρα οι μισθωτοί δουλεύουν –όσοι εξακολουθούν ακόμα– για να πληρώνουν εισαγόμενα κι υπηρεσίες. ...
Η εγχώρια παραγωγή είναι τόσο ισχνή και περιορισμένη, που δεν την αντιλαμβάνεσαι κυκλοφορώντας στους δρόμους, που είναι με τη σειρά τους πλημμυρισμένοι με γιαπωνέζικα και γερμανικά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες.

Με αφετηρία αυτή τη σκέψη, η λογική μου λέει, ότι για να ισοσκελιστούν τα έξοδα ή και για να δημιουργηθεί οικονομικό πλεόνασμα, θα πρέπει το χρήμα που κυκλοφορεί να παραμένει μέσα στην οικονομία της χώρας κι οι όποιες εκροές για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ν’ αντισταθμίζονται με ισόποσες εισροές συναλλάγματος ή αύξηση της παραγωγής. Από ‘κει και πέρα, επειδή δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα χρέη μας, η αποπληρωμή των χρωστούμενων, είτε θα πρέπει να γίνεται με νέα δανεικά, είτε μέσω της σταδιακής αύξησης του πλεονάσματος της οικονομίας, όπου ένα μέρος της θα κατευθύνεται στην εξόφλησή τους.

Τόσο απλά είναι τα πράγματα στη θεώρησή τους. Τα δύσκολα αρχίζουν όταν θα πρέπει τα θεωρητικά σχήματα να γίνουν πράξεις και πολύ περισσότερο, όταν θα πρέπει όλα να γίνουν ταυτόχρονα και σε περιορισμένο χρόνο. Αν μάλιστα, η εφαρμογή θα πρέπει ν’ αποφασιστεί από πολιτικούς που το μόνο επίθετο που γνωρίζουν δίπλα στη λέξη «κόστος» είναι το «πολιτικό» και στο πλαίσιο μιας αγοράς που κυριαρχείται από τον κρατικό προστατευτισμό, την ασυδοσία και τη φοροδιαφυγή, τότε το εγχείρημα καθίσταται όχι απλώς δύσκολο, αλλά μάλλον αδιανόητο.

Δεν θέλω ούτε Στουρνάρας να το παίξω, ούτε Βαρουφάκης, ούτε κι από κανένα από τους αμέτρητους εξπέρ του είδους να στερήσω το τηλεοπτικό μεροκάματο. Η λογική μου όμως λέει, ότι αν δεν προτάξουμε για την ανάπτυξη της χώρας τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, την αγροτική παραγωγή, δεν πρόκειται να ορθοποδήσουμε, όσους εθνικούς δρόμους κι αν παραχωρήσουμε, όσα λιμάνια κι αν πουλήσουμε, όσους ΟΠΑΠ κι αν αποκρατικοποιήσουμε. Το έδαφος είναι ο πλούτος μας, η γη μας το κεφάλαιό μας. Από δίπλα η μεταποίηση, το εμπόριο κι οι νέοι συνεταιρισμοί. Από ‘κει θα πρέπει να γίνει η επανεκκίνηση της οικονομίας, γιατί αν περιμένουμε από την Αιόλου και την Ερμού ή από την εξόρυξη των υδρογονανθράκων, μάλλον θα χρειαστεί να περιμένουμε πολύ κι ενδεχομένως μάταια.

Υπάρχει μια περιοχή στην Ελλάδα που σήμερα δίνει τον τόνο και δείχνει το δρόμο, η Κρήτη. Το αγροτικό μοντέλο της Μεγαλονήσου, που της επιτρέπει να ζει με αξιοπρέπεια κι αυτάρκεια τους κατοίκους της, αποτελεί ένα αξιόπιστο και πειστικό πρωτότυπο για κάθε περιοχή της Ελλάδας, ανάλογα, ασφαλώς, με τις ιδιαιτερότητες και της συνθήκες.

Πού βρίσκεται στις μέρες μας η Κορινθιακή σταφίδα; Πού είναι τα πορτοκάλια της Άρτας, τα μήλα Πηλίου; Πού είναι τα φρούτα και τα ντόπια λαχανικά που βρίσκαμε στις λαϊκές και τα μανάβικά πριν μερικά χρόνια, πριν τα τελάρα κατακλυστούν από πατάτες Αιγύπτου, σκόρδα Χιλής, καρότα Ολλανδίας, ντομάτες Τουρκίας;

Παράγουμε προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας, όπως π.χ. το λάδι και δεν κατορθώνουμε να αξιοποιήσουμε αυτό το θείο δώρο σε όφελός μας. Παρατάμε χιλιάδες στρέμματα με οπωροφόρα κι αφήνουμε λεμόνια και πορτοκάλια να σαπίζουν στο χώμα. Αντίθετα, σε κάθε τριάντα μέτρα βλέπουμε να ξεφυτρώνει κι από μια καφετέρια ή από ένα σουβλατζίδικο. Πόσα σουβλατζίδικα και πιτσαρίες μπορούν να λειτουργήσουν επικερδώς; Είναι τόσο μεγάλη η κατανάλωση του φραπέ λόγω της ανεργίας, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι οι άνεργοι στηρίζουν την εστίαση, γι’ αυτό κι οι κυβερνητικοί εταίροι κόπτονται τόσο πολύ για τη μείωση του ΦΠΑ στη συγκεκριμένη κατηγορία;

Όμορφα τα «εγκαίνια» κι οι παράτες, που μας θυμίζουν την Ελλάδα του χτες, της απλοχεριάς και του «δε βαριέσαι», αν θέλουμε ν’ αφήσουμε πραγματικά όμως πίσω μας αυτή την Ελλάδα και να χαράξουμε διαφορετική πορεία προς το αύριο, αν θέμε να πάμε προς τα πάνω, θα πρέπει να κοιτάξουμε πρώτα κάτω, στο χώμα, στη γη μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε τα ίχνη και τα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης. Οι αγρότες κι οι οργανωμένες καλλιέργειες, ας γίνουν οι «εργολάβοι» της σύγχρονης ανάπτυξης. Εκεί να πέσει το βάρος, να γίνει ο προγραμματισμός, να δοθούν τα κίνητρα κι οι κατευθύνσεις. Έτσι να μπουν κι οι βάσεις για να υποκατασταθεί η στρεβλή στήριξη της περιφέρειας με ανεπάγγελτα ΤΕΙ και αποψιλωμένα στρατόπεδα. Η Μανωλάδα έδειξε με εμφαντικό τρόπο το μέγεθος της κρατικής ανευθυνότητας, αλλά και των τεραστίων περιθωρίων που υπάρχουν για βελτίωση των παραγωγικών διαδικασιών κι εξυγίανση των εργασιακών σχέσεων.

Το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης του τσιμέντου και της ασφάλτου, βάρυναν με μπετό πόλεις και καρδιές, μόλυναν με απληστία και διοξίνες τις ζωές, μήπως ήρθε η ώρα να φυτρώσει και πάλι κανένα χαμόγελο στα χείλη και κανέναν ζαρζαβατικό στα περιβόλια;

Η Κρήτη δείχνει το δρόμο.

πληκτρολογίες


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου