5 Ιουνίου 2013

Διαστάσεις της ρεπουσιάδας



Ας ξεκαθαρίσουμε καταρχήν το απλό: οι σοφιστείες της Ρεπούση περί Ζάλογγου, δεν απασχόλησαν επί μακρόν τα media επειδή πρόκειται για μια ιστορικό, καθηγήτρια Πανεπιστημίου. Εκατοντάδες επιστήμονες, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι ή ότι άλλο σχετικό, δραστηριοποιούνται, γράφουν, διδάσκουν, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, ωστόσο κανείς δεν τους αναγνωρίζει ευρύτερα, δεν τους καλούνε κάθε τρεις και λίγο τα μεγάλα κανάλια στα πάνελ τους να εκθέτουν τις απόψεις τους, δεν διαβάζονται δημόσια τα γραπτά και οι μελέτες τους. Η Ρεπούση δεν είναι σήμερα μια επιστήμονας. Κυρίως είναι μια προβεβλημένη βουλευτής της ΔΗΜΑΡ και επομένως βουλευτής της κυβέρνησης Σαμαρά. Όταν λοιπόν γίνεται θόρυβος για τις δηλώσεις της, να ξεκαθαρίσουμε πως πρόκειται για δηλώσεις πολιτικού προσώπου, κυβερνητικού προσώπου μάλιστα με ενεργό συμμετοχή στην υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος. Αυτό είναι η Ρεπούση σήμερα που διεξάγεται αυτή η συζήτηση, και χάριν αυτής της ιδιότητας της διαδίδονται τα όποια λεγόμενά της.

Πάμε τώρα να δούμε το άλλο προφανές: τα πατριωτικά, όπως είθισται να τα αποκαλούμε γενικά ζητήματα ήταν και είναι πάντα το πεδίο επάνω στο οποίο σπεκουλάρει η φασιστική δεξιά όλων των αποχρώσεων. Πρόκειται για προνομιακό πεδίο γι αυτό το χώρο, καθώς ιδεολογικά δεν μπορεί να στηριχθεί πουθενά αλλού προκειμένου να προσελκύσει κατώτερα οικονομικά στρώματα, εφόσον υπερασπίζεται τη διαιώνιση μιας άνισης κοινωνίας στην οποία επικρατεί το δίκιο του κάθε φορά πιο ισχυρού. Δεν μπορεί επομένως να προσεταιριστεί αυτά τα στρώματα προβάλλοντας ταξικές διεκδικήσεις, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να το κάνει σε εποχές ισχνών αγελάδων, ...
όπου ακόμα και τα μικροεπιδόματα και οι μικροαυξήσεις άλλων εποχών, δεν μπορούν να εξασφαλιστούν παρά μόνο με σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα, σε βάρος της κερδοφορίας τους. Γι αυτό σήμερα όλο και περισσότερο θα έρχονται στην επιφάνεια οι δήθεν πατριωτικές κορώνες κάθε είδους φασισταριού. Έτσι, μια απλή φράση της Ρεπούση, εν μέσω μια συνέντευξης, αρπάζεται και περιφέρεται αρμοδίως προς αξιοποίηση. Αυτή όλη η κατάσταση αποτελεί το κατάλληλο εργαλείο για να πολεμήσουν την απειλητική άνοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία ως γνωστό έχει έτσι κι αλλιώς ανοιχτά τα ζητήματα περί πατριωτισμού, έθνους και τα σχετικά. Και είναι φυσικό θα λέγαμε να έχει ανοιχτά όλα τα θέματα ένας χώρος σκεπτόμενων ανθρώπων.

Το κυρίαρχο όμως που πρέπει να συζητήσουμε είναι: πώς συνδέονται μεταξύ τους όλα αυτά στο πεδίο της παρούσας κοινωνικής, πολιτικής, ιστορικής συγκυρίας; Και πιο συγκεκριμένα, ποιος είναι ο ρόλος της Ρεπούση, πώς αυτός προσλαμβάνεται από το σύνολο της κοινωνίας, ποια η κατάσταση της κοινωνίας; Με δυο λόγια, την ώρα που η ελληνική κοινωνία, κυρίως τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα δέχονται μια τέτοιας απίστευτης αγριότητας ολομέτωπη επίθεση, είναι δυνατόν μια αντιπολίτευση που υποτίθεται πως στέκεται απέναντι σε αυτές τις πολιτικές να υπερασπίζεται έναν πρωταγωνιστή τους; Τι συνειρμούς δημιουργεί αυτό στον πολύ κόσμο και δίκαια; Εδώ δεν διεξάγεται μια ακαδημαϊκή συζήτηση, και αυτό το καταλαβαίνει ο καθένας πολύ εύκολα. Οι ακαδημαϊκές συζητήσεις δεν εκτυλίσσονται σε τηλεοπτικά παράθυρα με συντονιστές εντεταλμένους δημοσιογραφούντες, ούτε εν μέσω τέτοιων άγριων καταστάσεων. Εδώ πρόκειται για πολιτική.

Η Ρεπούση λοιπόν είναι αυτή που ακούτε στο 4' του βίντεο εδώ. Είναι η βουλευτής που με την ψήφο της στέλνει στην ανεργία και την ανέχεια χιλιάδες εργαζόμενους και το κάνει συνειδητά, με άποψη, με επιλογή και χωρίς ίχνος αιδούς. "Τι θέλετε, να κλάψουμε;" απαντά όταν της γίνεται η παρατήρηση πως αν ήταν η ίδια υπό απόλυση, δεν θα αντιμετώπιζε το θέμα με τέτοια ελαφρότητα. Και εδώ αρχίζει και τελειώνει όλη η ουσία της υπόθεσης. Αυτή της η ιδιότητα την καθιστά ύποπτη και ως ιστορικό, δεδομένου οτι η επιστήμη δεν είναι φυσικά ουδέτερη, πολύ περισσότερο η ιστοριογραφία.

Πέρα όμως από και παράλληλα με τη σπέκουλα των φιλοκυβερνητικών και κρυφοκυβερνητικών τοποθετήσεων, ξεδιπλώνεται μια βεντάλια προστασίας της Ρεπούση, μια βεντάλια ροζ με πράσινα λουλουδάκια... Έτσι έχουμε ακόμα και σήμερα, μετά από τόσες ημέρες που είναι ανοιχτό το θέμα, συνέντευξη στο tvxs και σε περίοπτη θέση, από τον καθηγητή Ιστορίας Α. Λιάκο με τίτλο "Να διαχωρίσουμε το λόγο μίσους από τον ιστορικό λόγο", μια συνέντευξη που με τις ερωτήσεις που επιλέγονται αλλά και τη χρονική στιγμή που γίνεται επιχειρεί να ξεπλύνει τη Ρεπούση. Μάλιστα στην ίδια δημοσίευση ανακοινώνεται και εκδήλωση με το εύγλωττο θέμα «Ρατσισμός και Αντιρατσισμός: Ποια πρέπει να είναι η θέση της Αριστεράς» στην οποία κεντρική ομιλήτρια είναι και η βουλευτής. Έτσι το όνομά της βρίσκεται αναμεμειγμένο ανάμεσα στον αντιρατσισμό, στον ιστορικό λόγο απέναντι στο λόγο μίσους, και στην Αριστερά! Την ίδια ώρα, στην ηλεκτρονική Εφημερίδα των Συντακτών διαβάζουμε άρθρο του καθηγητή Ιστορίας Π. Πιζάνια με τίτλο "Το Ζάλογγο, το κρυφό σχολειό και η ακροδεξιά". Τώρα γιατί μπαίνει δίπλα δίπλα το Ζάλογγο με το κρυφό σχολειό και όχι π.χ. με την Έξοδο του Μεσολογγίου, μπορούμε να το καταλάβουμε μέσα στο κείμενο όπου αναφέρεται, κόντρα σε πλήθος ιστορικές πηγές και μάλιστα σύγχρονες του γεγονότος: "Στη χαράδρα που περιλαμβάνεται στο τοπίο του Ζαλόγγου ενδεχομένως να έριξαν οι Σουλιώτες τις γυναίκες τους τον Δεκέμβριο του 1803 προκειμένου να μη γίνουν λεία πολέμου στα χέρια του νικηφόρου στρατεύματος του Αλί Πασά". "Ενδεχομένως" είναι η λέξη που μας βοηθά να αποκωδικοποιήσουμε το πόνημα και να βρούμε το νήμα που μας οδηγεί στην ακροδεξιά! Με λίγα λόγια, αν δεν προσθέσουμε αυτό το "ενδεχομένως", είμαστε αναφανδόν με την ακροδεξιά, αλλά και με το μίσος, με τον ρατσισμό και εν γένει με όλα αυτά που αποτάσσεται η Ρεπούση!

Κάπως έτσι διαμορφώνονται οι δυο πόλοι στο τοπίο της επικαιρότητας, πέρα απ' τους οποίους υποτίθεται πως βρίσκεται το χάος και δεν επιτρέπεται να σταθεί εκεί κανείς. Αλλά κάποιοι το τολμούν. Από ένα απ' τα καλύτερα κείμενα που διάβασα αυτές τις μέρες για το θέμα, παραθέτω απόσπασμα του Μπακούνιν:

«Η Πατρίδα, η εθνικότητα όπως και η ατομικότητα, είναι ταυτόχρονα ένα γεγονός φυσικό και κοινωνικό, ψυχολογικό και ιστορικό. Δεν είναι μια θεωρητική αρχή. Μπορούμε να ονομάσουμε ανθρώπινη αρχή μόνο ό,τι είναι καθολικό, κοινό σε όλους τους ανθρώπους. Η εθνικότητα τους χωρίζει. Δεν είναι λοιπόν αρχή. Αλλά αυτό που είναι αρχή, είναι ο σεβασμός που ο καθένας πρέπει να έχει για τα φυσικά, πραγματικά ή κοινωνικά γεγονότα. Η εθνικότητα, όπως και η ατομικότητα, είναι ένα από τα γεγονότα αυτά. Οφείλουμε λοιπόν να τη σεβόμαστε. Η καταπίεσή της είναι έγκλημα, και για να μιλήσουμε με τη γλώσσα του Μαντσίνι, αυτή γίνεται ιερή αρχή κάθε φορά που απειλείται ή καταπιέζεται. Γι” αυτό λοιπόν συναισθάνομαι ειλικρινά και πάντα τον πατριώτη κάθε καταπιεσμένης πατρίδας. Η Πατρίδα αντιπροσωπεύει το ιερό και αδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών να αισθάνονται, να σκέπτονται, να θέλουν και να δρουν με τον δικό τους τρόπο, και ο τρόπος αυτός είναι πάντα το αναμφισβήτητο αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας ιστορικής εξέλιξης. Υποκλινόμαστε, λοιπόν, στην παράδοση, στην ιστορία. Ή, καλύτερα, τις αναγνωρίζουμε όχι γιατί μας παρουσιάζονται σαν αφηρημένα εμπόδια που σχηματίστηκαν μεταφυσικά, νομικά και πολιτικά από τους σοφούς δασκάλους και ερμηνευτές του παρελθόντος , αλλά μόνο γιατί έχουν περάσει πραγματικά στο αίμα και στη σάρκα, στις αληθινές σκέψεις και τη θέληση των σημερινών λαών».

Ναι, οι λαοί και οι πολιτισμοί έχουν την ιστορία τους και τους μύθους τους, αλλά οι δολοφόνοι των λαών δεν δικαιούνται να είναι τιμητές τους.

 Πηγή::Κερασια και κρίνοι

ο πίνακας ειναι του  Μιχαήλ Ρωμανού
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου