26 Οκτωβρίου 2015

Για μιαν αστραπή μονάχα Αυτό θα πει αιωνιότητα.

Nikos Kazantzakis with musician Dimitris Mitropoulos (seated on the right, second to last, wearing a beret) at Knossos. Behind Kazantzakis, Nitsa, wife of Michael Anastasiou and Amalia, wife of Lefteris Alexiou (wearing a hat). Others in the group are friends of Dimitris Mitropoulos. Seated high, wearing a woolen cap, Giorgos Perdikaris. 1925.

 Οι Κινέζοι έχουν μια παράξενη κατάρα: «Την κατάρα μου να 'χεις και να γεννηθείς σε
μια ενδιαφέρουσα εποχή.»

(..) Με τάραζε η έγνοια όχι τόσο του σημερινού ανθρώπου που αποσυντίθεται, παρά, προπάντων, του μελλούμενου που συντίθεται και γεννιέται. Και λόγιαζα ο δημιουργός σήμερα αν διατυπώσει άρτια τα πιο βαθιά μέσα του ψυχανεμίσματα, θα βοηθήσει να γεννηθεί, μια ώρα αρχύτερα, μια στάλα αρτιότερα, ο μελλούμενος άνθρωπος.

Ολοένα μάντευα και πιο καθαρά την ευθύνη του δημιουργού. Η πραγματικότητα, συλλογίζουμουν, δεν υπάρχει τελειωμένη κι έτοιμη, ανεξάρτητη από μας· γίνεται με τη συνεργασία του ανθρώπου· είναι ανάλογη με την αξία του ανθρώπου. Αν ανοίξουμε, γράφοντας, ενεργώντας, μια κοίτη ποταμού, μπορεί η πραγματικότητα να χυθεί στην κοίτη αυτή, που, αν δεν επεμβαίναμε, δε θα την έπαιρνε· κι έχουμε εμείς όχι βέβαια όλη, όμως μεγάλη ευθύνη.

Σε άλλες εποχές, ισορροπημένες, μπορεί το γράψιμο να 'ταν παιχνίδι· σήμερα είναι χρέος βαρύ, και σκοπό δεν έχει να διασκεδάσει με παραμύθια το νου και να τον κάμει να ξεχάσει μα να κηρύξει επιστράτεψη σε όλες τις φωτερές δυνάμες, που επιζούν ακόμα στη μεταβατική εποχή μας, και να σπρώξει τον άνθρωπο να ξεπεράσει, όσο μπορεί, το ζώο.

Κι έτυχε να γεννηθώ σε μια εποχή, όπου η πάλη αυτή είναι τόσο έντονη κι η ανάγκη της βοήθειας τόσο επιτακτική, που γρήγορα μπόρεσα να δω πως ο ατομικός μου αγώνας ταυτίζεται με το μεγάλο αγώνα του σημερινού κόσμου· όμοια κι οι δυο παλεύουμε για λύτρωση· εγώ από τους σκοτεινούς προγόνους, αυτός από τον παλιό άτιμο κόσμο· κι οι δυο από το σκοτάδι.
Είχε κηρυχτεί ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, είχε παραφρονήσει ο κόσμος, φανερά πια έβλεπα πως κάθε εποχή έχει το δαίμονά της

(..) Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, είχα πάρει πάλι τα βουνά της Κρήτης· ήξερα πως εκεί μονάχα μπορούσα να βρω όχι γαλήνη, όχι παρηγοριά, παρά την περφάνια που χρειάζεται ο άνθρωπος στις δύσκολες ώρες να μην ξεπέσει. «Κοίταξε, αν μπορείς, το φόβο κατάματα, κι ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει», άκουσα μια μέρα ένα γέρο αγωνιστή να κάθεται στο πεζούλι τής εκκλησιάς μια Κυριακή απολείτουργα και ν' ορμηνεύει στους νέους τα τσαλίμια τής αντριγιάς.

Πήρα το λοιπόν το ραβδί μου κι ένα σακίδιο στην πλάτη και τράβηξα στα βουνά. Ήταν η εποχή που οι Γερμανοί ζόριζαν τη Νορβηγία και μάχουνταν να την υποτάξουν. Ένα μεσημέρι που περνούσα από τη ρίζα του Ψηλορείτη ακούω ψηλά από πάνω μου φωνή άγρια:
- Ε, πατριώτη, στάσου! Στάσου να σε ρωτήσω.
Σήκωσα το κεφάλι και διέκρινα να ξεκόβει από ένα βράχο και να κατρακυλάει κάτω ένας άνθρωπος. Κατηφόριζε με φαρδιές δρασκελιές από βράχο σε βράχο, οι πέτρες κυλούσαν κάτω από τα πόδια του, βρούχος σηκώνουνταν, ολάκερο το βουνό θαρρούσες κατρακυλούσε μαζί του. Έβλεπα τώρα καθαρά πως ήταν ένας θεόρατος γερο-τσοπάνης.

Στάθηκα και τον περίμενα. Τι να με θέλει; συλλογίστηκα· γιατί η τόση λαχτάρα;
Ζύγωσε, στάθηκε σε μια πέτρα· τα στήθια του ανοιχτά, μαλλιαρά, άχνιζαν.
- Ε, πατριώτη, μου κάνει λαχανιασμένος, τι γίνεται η Νορβηγία;
Είχε ακούσει πως μια χώρα κιντύνευε να σκλαβωθεί, και καλά καλά δεν ήξερε τι είναι η Νορβηγία, που βρίσκεται, τι άνθρωποι ζουν εκεί πέρα· ένα μονάχα καταλάβαινε καλά,
πως κιντύνευε η ελευτερία.
- Καλύτερα είναι, παππού, του αποκρίθηκα, μη σεκλεντίζεσαι· καλύτερα είναι.
- Δόξα σοι ο Θεός, βρουχήθηκε ο γερο-τσοπάνης κι έκαμε το σταυρό του.
- Θες ένα τσιγάρο; τον ρώτησα.
- Μωρέ, τι να το κάμω το τσιγάρο; Πράμα δε θέλω, η Νορβηγία να 'ταν καλά και
φτάνει!
Είπε, άπλωσε το βοσκοράβδι του και πήρε πάλι τον ανήφορο, να βρει το κοπάδι του.

Αλήθεια, άγιος είναι ο αγέρας της Ελλάδας, συλλογίστηκα, εδώ σίγουρα γεννήθηκε η ελευτερία. Δεν ξέρω αν κανένας άλλος χωριάτης ή τσομπάνης στον κόσμο θα ζούσε με τόση αγωνία και τόση αφιλοκέρδεια σαν τον τσομπάνη ετούτο την αγωνία της μακρινής άγνωστης χώρας που μάχεται για τη λευτεριά της.

Ο αγώνας της Νορβηγίας είχε γίνει αγώνας του Έλληνα ετούτου βοσκού· γιατί ένιωθε τη λευτεριά σαν θυγατέρα του.

Με τέτοια αγωνιστική τοποθέτηση του χρέους έγραφα στη γαλήνη του πατρικού σπιτιού, προσπαθώντας να λάβω κι εγώ μέρος στην αιώνια μάχη.

(..) Μα κάποτε παρατούσα τα χαρτιά και τα μελάνια κι έπαιρνα το δρόμο, ανάμεσα στις ελιές και στ' αμπέλια, που πάει κατά την Κνωσό. Όταν πρωτανέβηκε σαν την άνοιξη από το χώμα το κρητικό
τούτο απροσδόκητο θάμα και πρωτόδα τις πέτρινες σκάλες, τις κολόνες, τις αυλές, τις τοιχογραφίες, άφραστη χαρά και θλίψη με κυρίεψαν για τον εξαίσιο τούτο κόσμο που χάθηκε, για τη μοίρα κάθε ανθρώπινου άθλου να κρατάει στο φως μιαν αστραπή και να βουλιάζει στο χάος αιώνια.

 Όσο αναστυλώνουνταν κι υψώνουνταν πάλι στον κρητικό ήλιο το βασιλικό Παλάτι και ξαναζωντάνευαν απάνω στους μισογκρεμισμένους τοίχους οι ταυρομαχίες κι οι γυναίκες με τ' ανοιχτά όρθια στήθη, τα βαμμένα χείλια και τις τρικυμισμένες σγουρές πλεξούδες, μια Δευτέρα Παρουσία υψώνουνταν μπροστά μου, κι ανέβαιναν από τα χώματα παμπάλαιοι άγνωστοι πρόγονοι, βουβοί, γελαστοί, τετραπέρατοι, και προγόνισσες με φουστάνια κεντημένα με τ' άστρα τ' ουρανού και της
θάλασσας και τα λουλούδια της γης κι έπαιζαν στα μπράτσα τους τα φαρμακερά φίδια του Θεού.

Μα σήμερα που ξαναπήρα τον πράσινο δρόμο κι έφτασα στον ιερό λόφο της Δευτέρας Παρουσίας και σεργιάνιζα ώρες στα γκρεμισμένα θάματα, μια ζωγραφιά απάνω απ' όλα με ανατάραξε· σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά· θ' αποκρίνουνταν σίγουρα η ζωγραφιά αυτή στις τωρινές έγνοιες κι ελπίδες της ψυχής μου, και γι' αυτό για πρώτη φορά κατάλαβα σήμερα το μυστικό νόημά της: Ψάρια πολλά έπλεχαν κι έπαιζαν μέσα στη θάλασσα, με την ουρά ασκωμένη, ευτυχισμένα· κι άξαφνα ανάμεσά τους ένα χελιδονόψαρο είχε ανοίξει τα φτερούδια του, είχε δώσει ένα σάλτο κι είχε πεταχτεί έξω
από τη θάλασσα, ν' αναπνέψει αέρα. Δε χωρούσε αυτό στη σκλάβα φύση του ψαριού, να ζει ολοζωής μέσα στο νερό, λαχτάρισε να ξεπεράσει τη μοίρα του, ν' ανασάνει το λεύτερο αέρα, να γίνει πουλί.

Για μιαν αστραπή μονάχα, όσο μπορούσε να βαστάξει, μα έφτανε· η αστραπή αυτή ήταν η αιωνιότητα. Αυτό θα πει αιωνιότητα.


Ν.Καζαντζάκης -Αναφορά στον Γκρέκο
Κεφάλαιο ΚΘ -Ο Ζορμπάς (απόσπασμα) σελ.540-547
Εκδόσεις :Ελ. Καζαντζάκη

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1957 πέθανε σε νοσοκομείο της Γερμανικής πόλης Φράιμπουργκ ο Ν. Καζαντζάκης


.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου