11 Φεβρουαρίου 2016

Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Αδικου

" Κανείς δεν θα ξεφύγει τη γενιά του! το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή  που βγαίνοντας από τη λησμονιά του στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί.."   
Άγγελος Σικελιανός-15 Νοεμβρίου 1940 -Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη 1940

Στις 10 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» η διαμαρτυρία των Ελλήνων διανοουμένων:

«Είναι δύο εβδομάδες τώρα, που ένα τελεσίγραφο μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των Αθηνών για το περιεχόμενον, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασεν η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώση τα εδάφη της, να αρνηθή την ελευθερία της και να κατασπιλώση την τιμήν της. Οι Έλληνες δώσαμε στην ιταμή αυτή αξίωση της φασιστικής βίας, την απάντησι που επέβαλαν τριών χιλιάδων ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθιά στην ψυχή μας, αλλά και γραμμένες στην τελευταία γωνιά της ιερής γης, με το αίμα των μεγαλυτέρων ηρώων της ανθρώπινης ιστορίας.

"Και αυτή τη στιγμή κοντά στο ρεύμα του Θυάμιδος και στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των Μακεδονικών βουνών πολεμούμε, τις περισσότερες φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι να νικήσουμε ή να αποθάνουμε μέχρις ενός. Σ’ αυτό τον άνισο σκληρότατο αλλά πεισματώδη αγώνα, που κάνει τον λυσσασμένο επιδρομέα να ξεσπάζη κατά των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, να καίη, να σκοτώνη, να ακρωτηριάζη, να διαμελίζη τους πληθυσμούς στις ανοχύρωτες και άμαχες πόλεις μας και στα ειρηνικά χωριά μας, έχουμε το αίσθημα ότι δεν υπερασπιζόμαστε δική μας μόνον υπόθεση: Ότι αγωνιζόμεθα για την σωτηρία όλων εκείνων των Υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι πρόγονοι και που σήμερα βλέπουμε να απειλούνται από το κύμα της βαρβαρότητος και της βίας.

"Ακριβώς αυτό το αίσθημα εμπνέει το θάρρος σε μας τους Έλληνες διανοουμένους, τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, ν’ απευθυνθούμε στους αδελφούς μας όλου του Κόσμου και να ζητήσουμε όχι την υλική αλλά την ηθική βοήθεια τους. Ζητούμε την εισφορά των ψυχών, την επανάστασι των συνειδήσεων, το κήρυγμα, την άμεση επίδρασι, παντού όπου είναι δυνατόν, την άγρυπνη παρακολούθησι και την ενέργεια για ένα καινούργιο πνευματικό Μαραθώνα που θα απαλλάξει τα δυναστευόμενα Έθνη από τη φοβέρα της πιο μαύρης σκλαβιάς που γνώρισε ως τώρα ο κόσμος.

Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κ. Παρθένης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Αρίστος Καμπάνης.»

 ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ

Οι νέοι συγγραφείς της Ελλάδας, που αντιπροσώπευσαν τα τελευταία χρόνια τις νεώτερες αναζητήσεις του ελληνικού πνεύματος, απευθύνονται στους συναδέλφους και συνοδοιπόρους τους του κόσμου ολόκληρου.

Η μάχη της Ελλάδας είναι μια μάχη παγκόσμια. Ο ελληνικός στρατός είναι σήμερα μια προφυλακή των εθνών στον αγώνα τους εναντίον της καινούργιας μορφής της σκλαβιάς.

Για να κερδίσουμε αυτή τη μεγάλη μάχη, θα κάνουμε όλες τις θυσίες, όπως έκαναν πάντα οι Έλληνες όταν πολεμούσαν για την ελευθερία. Δε θα συλλογιστούμε ούτε τη ζωή μας, ούτε τη ζωή των δικών μας, ούτε τις πόλεις μας, που βομβαρδίζονται, ούτε τον πλούτο του τόπου μας που καταστρέφεται. Το έμβλημα μας είναι το ίδιο έμβλημα των πατέρων μας του 1821: Ελευθερία ή θάνατος.

Ο Μουσολίνι δε μας ήξερε καλά. Δεν κατάλαβε ποτέ την ιστορική παράδοση, την ηθική ζωή, το ψυχικό σθένος της μικρής Ελλάδας. Δεν πρόβλεψε τη μεγάλη χαρά που κυρίεψε τον τόπο μας, όταν αντήχησαν τα πρώτα πυρά κι' έφεραν την είδηση ότι ήρθε ξανά στην Ελλάδα η ώρα της μοίρας, της θυσίας και της δόξας.

Ο Ιταλικός φασισμός βαδίζει προς το θάνατο κι' εμείς οι Έλληνες σκάβουμε τον τάφο του. Μπορεί να πεθάνουμε, αλλά θα πεθάνει κι' αυτός. Θα τον σκοτώσει το ελληνικό πνεύμα, που έχει σκοτώσει εχθρούς μεγαλύτερους και φοβερώτερους απ' αυτόν.

Ελεύθεροι άνθρωποι όλων των εθνών, συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ιδεολόγοι, μην ξεχνάτε ότι η Ελλάδα πολεμά για τη μοίρα του κόσμου.

ΑΛΕΞΙΟΥ ΕΛΛΗ, ΒΕΝΕΖΗΣ ΗΛ., ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ Ν,
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΛΚ., ΔΗΜΑΡΑΣ Κ., ΕΛΥΤΗΣ ΟΔ.,
ΘΕΟΤΟΚΑΣ Γ., ΘΡΥΛΟΣ ΑΛΚ., ΙΑΚΩΒΙΔΗ ΛΙΛΗ,
ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ., ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ Σ., ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ ΘΡ.,
ΚΑΤΣΙΜΠΑΛΗΣ Γ., ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ Γ., ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ Λ.,
ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Φ., ΜΥΛΩΝΟΓΙΑΝΝΗΣ Γ., ΝΑΚΟΥ Λ.,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Μ., ΝΙΚΟΛΑΡΕΪΖΗΣ Δ., ΜΠΑΡΛΑΣ Τ.,
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Α., ΠΑΠΑΔΑΚΗ Σ., ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Μ.,
ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΚΛ., ΠΕΤΣΑΛΗΣ Θ., ΣΕΦΕΡΗΣ Γ., ΣΤΑΥΡΟΥ
ΤΑΤ., ΤΕΡΖΑΚΗΣ ΑΓΓ., ΤΣΑΚΟΣ Κ., ΦΩΤΙΑΔΗΣ Δ.,
ΧΑΡΗΣ Π., ΧΑΤΖΙΝΗΣ Γ., ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ ΑΙΜ.

Ο Οδυσσέας Ελυτης ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του ‘40

Το Άξιον Εστι αποτελεί τη μετουσίωση της εμπειρίας του Ελύτη στην Αλβανία.

"Το Άξιον Εστι έχει θεολογική δομή (Η Γένεση - Ανάγνωσμα - Προφητικόν - Τα Πάθη - Το Δοξαστικό) μα στην ουσία του συνιστά μια ανθρωπολογική προφητεία - και τούτη η προφητεία είναι πειστική: των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω",θα πει ο ίδιος εξηγώντας πως γράφτηκε το ποίημα:

«Οσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοιρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
 
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
 
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».

πηγές κειμένων
in2life
και ta-anilia.blogspot










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου