Τέτοιες μέρες του 1962, ζέστη πολύ, κοιμόμασταν στρωματσάδα στην μπροστινή αυλή απ' το σπίτι του παππού στα προσφυγικά του Αγρινίου· είχαμε ανέβει για Σαββατοκύριακο. Αργά τη νύχτα ξύπνησα από θόρυβο φορτηγών που πέρναγαν απ' έξω μουγκρίζοντας στον ήσυχο δρόμο που έβγαινε απ' την πόλη· τα φώτα τους φώτιζαν καθισμένους στις καρότσες άνδρες με στρατιωτικές στολές και όπλα ανάμεσα στα πόδια. Τά 'χασα -ήμουνα δεν ήμουνα εξ χρονών- "ωχ Παναγιά μου! στέλνουνε στρατό, κακό θα γίνει!" μαλλιοτραβιότανε η γιαγιά η Πολυξένη. Γινότανε 'κείνες τις μέρες αναταραχή, ήτανε συνοφρυωμένοι οι μεγάλοι, συλλαλητήριο καπνοπαραγωγών λέγανε, για την απούλητη περσινή σοδειά, κλείσανε τη γέφυρα του Αχελώου στη Σφήνα. Το πρωί βούϊξε ο τόπος: "πάει, το σκότωσαν το παληκάρι!" Μαυροφόρεσε η Λεπενού, κόσμος πολύς, λαός να προσκυνήσει τη σωρό του στον Αη Γιώργη. "..του Μήτσου Βλάχου το κορμί, σκιάχτρο μαζί κι ελπίδα, ν' αναθυμιέται η αγροτιά πως το ψωμί κερδιέται..."
Σε λίγες μέρες θ' άρχιζα σχολείο αλλά είχα κιόλας διδαχθεί απροσδόκητα το πρώτο μάθημα.
Χρήστος Μποκόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου