10 Ιουνίου 2015

Κοπέλες απ'το Δίστομο φέρτε νερό και ξύδι ..

Δυο μήνες μετά τη σφαγή ανταποκριτές του περιοδικού  «Life» επισκέφθηκαν το Δίστομο για ρεπορτάζ.

.. οι δύο φωτορεπόρτερ του LIFE (ο πασίγνωστος Dmitri Κessel ο ένας) συνάντησαν την Μαρία Παντσίκα  τη στιγμή που είχε τελειώσει το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη και κατευθυνόταν στο μέρος της αυλής του σπιτιού της που ήταν θαμμένα τα δικά της θύματα εκείνου του τραγικού Σαββάτου.
Τα μανίκια του φορέματος ήταν σηκωμένα, η μύτη της κόκκινη και τα δάκρυα κυλούσαν πάνω στο δεξί μάγουλο.

Τη σκούντησαν στην πλάτη και τη στιγμή που γύρισε σε αυτούς πρόλαβαν να απαθανατίσουν με μοναδικό τρόπο την πονεμένη έκφραση και τις αλμυρές σταγόνες να πέφτουν πάνω στα πεταχτά ζυγωματικά της.

Στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου η φωτογραφία δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό. Εκείνη το έμαθε με δυο χρόνια καθυστέρηση, όταν ο άγνωστος γι’ αυτήν κ. Κων. Κούγιας, Έλληνας ομογενής που έμενε μόνιμα στην Ουάσινγκτον, της έστειλε μια κάρτα για τα Χριστούγεννα με τη οποία την πληροφορούσε:

«Αυτή, ταύτη η φωτογραφία σου δημοσιεύθη εις το περιοδικόν “Ζωή” την 29ην Νοεμβρίου 1944, όπου την ξαναφωτογραφίσαμε και σου αποστέλλομεν αντίτυπον».

Εκείνη η κάρτα στάθηκε αφορμή για να αναπτυχθεί μια μακρόχρονη αλληλογραφία. Η κ. Μαρία Παντίσκα ήταν τότε 18 ετών.

 Γ.Χ.Θεοχάρης. Δίστομο 10 Ιουνίου 1944, Το ολοκαύτωμα

"... Μόνο στο νεκροταφείο. Πρωί, απόγεμα, καθημερινά, μ’ οποιοδήποτε καιρό, για ν’ ανάψω τα καντήλια στον κοινό τάφο των γονιών μου και των αδελφών μου. Μου είχανε πει πως τους θάψανε όλους μαζί τυλιγμένους σ’ ένα κρεμέζο σεντόνι που βρέθηκε πρόχειρο. Ξεκινούσα κάθε μέρα την ίδια ώρα, μ’ ένα μπουκαλάκι λάδι στο χέρι, λουμίνια, (μαζεμένα και ξεραμένα το καλοκαίρι) κι ένα κουτί σπίρτα. Ντυμένη μες στα μαύρα, ως και μαύρες χοντρές κάλτσες, συναντούσα στο δρόμο γυναίκες, ντυμένες κατάμαυρα κι αυτές σαν μοίρες, κρατώντας τα ίδια πράματα στο χέρι. Γινόμαστε ένα τσούρμο και προχωρούσαμε..."

Απόσπασμα από τη "Νίτσα" της Καίτης Μανωλοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου