5 Φεβρουαρίου 2014

Το λόμπι του ευρώ


Του Γιώργου Βασσάλου.

Δύο είναι, βασικά, οι εμπνευστές του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος οι οποίοι πίεσαν για τη δημιουργία του και καθόρισαν τη θεσμική αρχιτεκτονική του: οι μεγάλες βιομηχανικές πολυεθνικές της Δυτικής Ευρώπης και οι μεγάλες τράπεζες. Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία με αμοιβαία συμμετοχή στα μετοχικά τους κεφάλαια και κοινά μέλη ΔΣ.

Η Στρογγυλή Τράπεζα των Βιομηχάνων (ERT) είναι το λόμπι των 50 ισχυρότερων βιομηχανικών πολυεθνικών της Ευρώπης. Αυτή πίεσε για τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς με την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1985. Από τότε τόνιζε ότι η αγορά αυτή θα πρέπει να έχει ένα ενιαίο νόμισμα. Το 1987, 5 μέλη της ΕRT, οι εταιρείες Solvay, Fiat, Philips, Rhône-Poulenc και Total, δημιούργησαν το «Σύλλογο για τη Νομισματική Ένωση της Ευρώπης (ΑΜUE)». Επικεφαλής μπήκε ο τότε πρόεδρος της Philips, για να τον διαδεχτεί ο πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος Βιομηχανίας Ετιέν Νταβινιόν, τότε διευθυντής της Société Générale de la Belgique, τράπεζας που κατείχε σειρά βιομηχανικών επιχειρήσεων. Τα μέλη του AMUE έφτασαν γρήγορα τα 300, ⅔ εκ των οποίων ήταν ιδιωτικές τράπεζες, τόσο ευρωπαϊκές όπως η Deutsche Bank, όσο και αμερικανικές όπως η Goldman Sachs ή η Morgan Stanley. Το 1989, η ERT ζήτησε επιτυχώς από τη Σύνοδο της Μαδρίτης να αποφασίσει ρητά ότι η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος θα γίνει με βάση τα κριτήρια και την ημερομηνία που θα καθορίζονταν στην επερχόμενη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Τη δεκαετία του 1990, ο AMUE οργάνωσε γύρω στα χίλια συνέδρια για την προώθηση του ευρώ. Κατόπιν σύστασής του, η Κομισιόν δημιούργησε την «Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για την εισαγωγή του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος». Τοποθέτησε σ’ αυτή τρία μέλη του AMUE και άλλους εκπροσώπους εταιρειών. Τα συμπεράσματά της ....
αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του σχεδίου που ακολούθησε τελικά η ΕΕ για την εισαγωγή του νέου νομίσματος. Την ίδια δεκαετία, ο AMUE εκπόνησε –επί πληρωμή– και πολλές τεχνικές μελέτες για την Κομισιόν. Οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι πλήρωναν τους τραπεζίτες και τις πολυεθνικές για να σχεδιάσουν ένα νόμισμα κομμένο και ραμμένο στα συμφέροντά τους.

Κεντρικό σημείο της αρχιτεκτονικής του ευρώ είναι η «ανεξαρτησία» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στην ουσία, πρόκειται για ανεξαρτησία από τις πιέσεις που με βάση τις δημοκρατικές και εργατικές κατακτήσεις μπορούσαν να ασκούν οι λαοί σε εκλεγμένες κυβερνήσεις, ώστε να ασκούν μια νομισματική πολιτική που να ωφελεί την αναδιανομή. Η ΕΚΤ ορίστηκε να είναι ανεξάρτητη από κάθε κοινοβούλιο και κάθε άλλη υποχρέωση πέραν της «καταπολέμησης του πληθωρισμού». Δεν είναι όμως ανεξάρτητη από τα τραπεζικά συμφέροντα, όπως το «Σκιώδες Συμβούλιο της ΕΚΤ», μια μηνιαία συνάντηση χρηματοπιστωτικών κυρίως επιχειρήσεων που οι συστάσεις της στην ΕΚΤ εισακούονται.1 Το οικοδόμημα του ευρώ εφαρμόζει κατά γράμμα τις ιδέες του Φ. Χάγιεκ, που έβλεπε την «ευρωπαϊκή ομοσπονδία» ως έναν τρόπο να εξουδετερωθεί η επιρροή της οργανωμένης εργασίας πάνω στην κρατική οικονομική πολιτική.

Η Morgan Stanley περιέγραφε το 1998 ως εξής τον βασικό λόγο δημιουργίας του ευρώ: «Αν καταργήσουμε το εθνικό νόμισμα ως δίχτυ ασφαλείας, οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να επικεντρωθούν σε πραγματικές αλλαγές για να γίνουν οι χώρες τους πιο ανταγωνιστικές: λιγότεροι φόροι, ευελιξία της αγοράς εργασίας και πιο ευνοϊκό ρυθμιστικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις».2 Όταν δεν υπάρχει το εργαλείο της υποτίμησης για τη διόρθωση, π.χ., του εμπορικού ισοζυγίου, οι κυβερνήσεις υποχρεώνονται σε μια κούρσα μείωσης των φόρων στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, ώστε να τις «προσελκύσουν» ή να αποτρέψουν τη φυγή τους στο εξωτερικό. Οι πολυεθνικές επίσης θέλουν να πληρώνουν χαμηλούς μισθούς και να απολύουν εύκολα, φθηνά και γρήγορα. Γι’ αυτές οι συνέπειες ήταν όντως ευεργετικές: μέσω οικονομιών κλίμακας μείωσαν το κόστος της ταυτόχρονης λειτουργίας τους σε πολλές χώρες (π.χ., συνενώνοντας τα κέντρα διανομής τους). Οι μεγαλύτερες εταιρείες αγόρασαν πολλές μικρότερες, που δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό μιας αγοράς εκατοντάδων εκατομμυρίων καταναλωτών. Οι περιφερειακές χώρες έχασαν κάθε εργαλείο προστασίας της εγχώριας παραγωγής τους. Το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας τριπλασιάστηκε μετά την υιοθέτηση του ευρώ το 2002.

Το ενιαίο νόμισμα ήταν απαραίτητο στοιχείο και για τη δημιουργία μιας ενιαίας χρηματιστηριακής «αγοράς των αγορών» στην Ευρώπη. Αμέσως μετά την εισαγωγή του ευρώ, το 2000 συγχωνεύτηκαν τα χρηματιστήρια Παρισιού, Βρυξελλών και Άμστερνταμ και ακολούθησαν κι άλλα. Για να αποκτήσουν το αναγκαίο επενδυτικό βάρος μέσα στις νέες χρηματαγορές συγχωνεύτηκαν και πολλές τράπεζες. Χωρίς το ευρώ η απελευθέρωση των χρηματαγορών στην Ευρώπη δεν θα μπορούσε ποτέ να λάβει τις διαστάσεις που έλαβε, με όλες τις καταστροφικές της συνέπειες (φούσκες, διάσωση τραπεζών από τους φορολογουμένους, υπερχρέωση πολιτών).

Μια αντίφαση του ευρώ είναι ότι, αφενός, μέσα σε αυτό ο μόνος τρόπος απόκτησης ρευστότητας είναι ο δανεισμός,3 αφετέρου, τα κριτήρια του Μάαστριχτ «απαγορεύουν» τα μεγάλα ελλείμματα και το χρέος. Στην ευρωζώνη, η υιοθέτηση από όλες τις χώρες των χαμηλών επιτοκίων που ίσχυαν πριν για τη Γερμανία, ενθάρρυνε το δανεισμό. Η κρίση χρέους μετά το 2009 ήταν συνέπεια αυτού ακριβώς του μοντέλου, που βασιζόταν στη διόγκωση του δανεισμού.

Η νεοφιλελεύθερη προφητεία ότι ο δανεισμός θα ωφελούσε τις παραγωγικές επενδύσεις κατέρρευσε. Τα κυρίαρχα επιχειρηματικά συμφέροντα όμως παρουσίασαν αναποδογυρισμένα τα αίτια της κρίσης, ώστε να προχωρήσουν παραπέρα το ολιγαρχικό τους σχέδιο: αυτό που έφταιγε ήταν ότι οι εκλεγμένες κυβερνήσεις είχαν ακόμα «πολλά» περιθώρια άσκησης αυτόνομης πολιτικής, κι αυτό τις εμπόδιζε να μειώνουν τους μισθούς και να διαλύουν το κοινωνικό κράτος αρκετά γρήγορα.

Από το 2002, η Στρογγυλή Τράπεζα των Βιομηχάνων έλεγε ότι «οι εθνικοί προϋπολογισμοί και όλα τα σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα πρέπει να προεγκρίνονται σε επίπεδο ΕΕ». Με τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης το 2010, η ΕΕ απέσπασε, με παράτυπο νομικά τρόπο, το δικαίωμα διόρθωσης των εθνικών προϋπολογισμών και επιβολής μισθολογικών και συνταξιοδοτικών πολιτικών υπό την απειλή προστίμων και διακοπής των κοινοτικών κονδυλίων, ειδικά για τις χώρες της ευρωζώνης.

Η πιο βίαιη πρόβα σιδερένιας οικονομικής διακυβέρνησης έγινε με τις χώρες της ευρωζώνης που υπάχθηκαν στην τρόικα. Λόμπι όπως η BusinessEurope και το Lisbon Council προβάλλουν την Ελλάδα ως παράδειγμα «γρήγορης μεταρρύθμισης». Την ίδια στιγμή, ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης καταγγέλλει ότι η ΕΕ αδιαφορεί για την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά το σχεδιασμό των οικονομικών πολιτικών της. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον Επιτρόπο της Κομισιόν Λάζλο Άντορς να πει ότι «κάποιες χώρες ίσως να μην είναι μακριά από μια καταστροφική κατάσταση όπου η ένταξη στην ευρωζώνη και η δημοκρατία δεν θα είναι πια συμβατές».4

Παρ’ όλα αυτά, το πολιτικό οικοδόμημα της ΕΕ δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη του ευρώ. Απεναντίας, το παρουσιάζει σαν το πιο λαμπρό «ευρωπαϊκό κεκτημένο», που πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Γύρω από το νόμισμα, τα πολυεθνικά συγκροτήματα οικοδομούν μια «μεταδημοκρατική» πολιτική τάξη. Οποιαδήποτε λύση της κρίσης σε όφελος των πολλών προϋποθέτει την απαλλαγή από τις αλυσίδες του απόλυτου ολιγαρχικού οργάνου: του ευρώ.

Ο Γιώργος Βασσάλος είναι ερευνητής στο Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών (CEO).

1. http://www.handelsblatt.com/politik/konjunktur/shadow-council/

2. http://corporateeurope.org/lobbycracy/2012/03/europe-inc

3. http://www.researchonmoneyandfinance.org/wp-content/uploads/2011/11/Eurozone-Crisis-RMF-Report-3-Breaking-Up.pdf

4. http://www.voxeu.org/article/can-we-move-beyond-maastricht-orthodoxy To παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό UNFOLLOW

Απο  sxedio-b

Σχετικά : Οι εταιρείες που κυβερνούν την Ευρώπη



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου