"..Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους..." Νίκος Γκάτσος, Αμοργός
Ν.Γκάτσος-Τραγούδι του παλιού καιρού
Για τον Γιώργο Σεφέρη
Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια.
Το πέλαγο πικρό κι η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό
το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει
το χόρτο καίει τη στάχτη του βουβό
κι ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι.
Κι ήρθες εσύ και σκάλισες μια κρήνη
για τον παλιό του πόντου ναυαγό
που χάθηκε μα η μνήμη του έχει μείνει
κοχύλι λαμπερό στην Αμοργό
και βότσαλο αρμυρό στη Σαντορίνη.
Κι απ’ τη δροσιά που σάλεψε στη φτέρη
πήρα κι εγώ το δάκρυ μιας ροδιάς
για να μπορώ σε τούτο το δεφτέρι
καημούς να συλλαβίζω της καρδιάς
με του παραμυθιού το πρώτο αστέρι.
Μα τώρα που η Μεγάλη φτάνει Τρίτη
κι Ανάσταση θ’ αργήσει να φανεί
θέλω να πας στη Μάνη και στην Κρήτη
με συντροφιά σου εκεί παντοτινή
το λύκο τον αητό και τον αστρίτη.
Κι άμα θα ιδείς κρυφά στο μέτωπό σου,
να λάμπει μ’ απαλή μαρμαρυγή
τ’ αλλοτινό πεφτάστερο σηκώσου
να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή
που καρτερεί στο βράχο το δικό σου.
Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια.
Το 1963 είναι η χρονιά που ο Γκάτσος θα διακόψει την ποιητική του σιωπή και θα δημοσιεύσει το "Τραγούδι του παλιού καιρού", αφιερωμένο στο φίλο του Γιώργο Σεφέρη που μόλις είχε πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας.Είχε γραφτεί δύο χρόνια νωρίτερα, το 1961 ,με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την έκδοση της "Στροφής" (της πρώτης ποιητικής συλλογής του Σεφέρη).
Δημοσιεύτηκε στις 25 Νοεμβρίου 1963,στο ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού "Ταχυδρόμος" για τον νομπελίστα ποιητή.
Το ποίημα είναι μια "λυρική βιογραφία" του Σεφέρη, με στοιχεία από τα σημαντικότερα ποιήματά του.Είναι και το τελευταίο ποίημα που δημοσίευσε ο Γκάτσος.
Ο φιλόλογος Τάσος Λιγνάδης στο βιβλίο του "Διπλή επίσκεψη σε μια ηλικία και σ’ έναν ποιητή. Ένα βιβλίο για το Νίκο Γκάτσο" – Αθήνα, Εκδ.Γνώση 1983,αναφέρει για το συγκεκριμένο ποίημα :
"Είναι ένα λυρικό αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη. Έχει διατυπωθεί σε έμμετρο λόγο με ομοιοκαταληξία. Γι’ αυτό και του “παλιού καιρού”, για να δηλώσει την παραδοσιακή μορφή του. Το περιεχόμενό του είναι σαφές, μιας και λειτουργεί μέσα από σήματα που προτιμούν να μιλήσουν με το ανακάλεσμα της σεφερικής μνήμης, χρησιμοποιώντας συνοψισμένα σύμβολα και όχι το αφηρημένο και το κρυπτικό της συνεκδοχικής μεταφοράς… Το ποίημα φτιάχνεται με υπαινιγμούς, αναφορές, μεταμφιέσεις, αναγνωρίσιμου σεφερικού υλικού…"
"Το τραγούδι του παλιού καιρού" μελοποίησε ο Ηλίας Ανδριόπουλος το 1998 και το συμπεριέλαβε στο δίσκο "Αργοναύτες" .Ερμηνευτής ο Μανώλης Μητσιάς και ο Γιάννης Φέρτης στην απαγγελία τριών στροφών.
Οι Αργοναύτες είναι "..η περιπέτεια και η τραγωδία του ελληνισμού, που καταγράφεται μέσα από την μακρά πορεία των αιώνων. Έχουμε, βλέπετε, την άλλη γραφή των ποιητών Γκάτσου – Ελευθερίου, με πρώτο τον Σεφέρη που μας ταξιδεύει με τα σύμβολα και τους μύθους στις βαθιές πηγές της ελληνικής παράδοσης. .." (Ηλίας Ανδριόπουλος-Συνέντευξη στον Κώστα Πατσαλή)
Ρωτήσαν,λέει , κάποτε τον Ν.Γκάτσο για ποιόν λόγο "έδινε" τα ποιήματα του προς μελοποίηση και ο ποιητής απάντησε : "Με ενδιαφέρει αυτά που γράφω να ακουστούν στον απλό κόσμο. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την μελοποίηση τους και όχι μέσα από τα σαλόνια κάποιων λογοτεχνικών -και για λίγους μόνο- βραδιών".
Και ένας άλλος φίλος του ο Ελύτης ,που ένα βράδυ από τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων στο κέντρο της Αθήνας συμπορεύτηκαν και συνθέσανε (παρέα με αρκετούς άλλους) τον πολιτισμό της νεότερης μεταπολεμικής Ελλάδας ,θα πεί (για τη μελοποίηση των ποιημάτων του Γκάτσου):
"..προτιμότερη βρίσκει την ταπεινή τέχνη που λειτουργεί παρά την υψηλή που σκονίζεται σε ράφια"
**Το κείμενο-απόσπασμα από το βιβλίο του Τ.Λιγνάδη το βρήκαμε στο : musiccorner
Φωτογραφία : Από την τοιχογραφία της Άνοιξης -Θήρα (Σαντορίνη)
"..κάτοχος πραγματικός του μυστικού. Θέλω να πω: της γοητείας, του θαύματος, και όχι των γνώσεων που σήμερα διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και βρίσκονται σ’ όλες τις Εγκυκλοπαίδειες"
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 ή το 1914. «Ο πατέρας του Νίκου Γκάτσου ήταν μετανάστης στην Αμερική, αλλά έκανε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα. Σ” ένα από αυτά έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι και πέθανε, δυο μέρες πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Τον πέταξαν στην θάλασσα. Το μαντάτο έφτασε στο χωριό του Γκάτσου, την Ασέα Αρκαδίας, ένα μήνα μετά. Η μητέρα του ήταν, κατά τις διηγήσεις του Νίκου, πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος. Γύρισε από το πάνω μέρος του χωριού με το μαντίλι κατεβασμένο κι όταν μπήκε στο σπίτι ξέσπασε σε κλάμα. Ο Νίκος ήταν τότε πέντε χρονών. Τρόμαξε τόσο, που από τότε τρέμανε τα χέρια του σε όλη του τη ζωή…», διηγήθηκε η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα.
Έρχεται στην πρωτεύουσα στα δεκαοχτώ του μαζί με την μάνα και την αδερφή του, όταν πέρασε στην Φιλοσοφική Αθηνών. «Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας είχε φτάσει (…) με πλήρη εξάρτυση: Με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια την δημοτική παράδοση που κυκλοφορούσε στο αίμα του», έγραψε για κείνον ο φίλος του, Οδυσσέας Ελύτης.
Με τον Ελύτη γνωρίζεται ένα βράδυ του ’36 ενώ χάζευαν έξω απ” τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων`. Φανατικοί και οι δυο της μοντέρνας ποίησης και του υπερρεαλισμού, γίνονται αμέσως φίλοι. Οι δυο τους μαζί με τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Καραντώνη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Αντωνίου, και κάμποσους άλλους νέους, σχηματίζουν μια παρέα, τον πυρήνα της νεώτερης ποίησης, και προωθούν τις απόψεις τους μέσα από το περιοδικό Νέα Γράμματα. Μαζί με τον Ελύτη μάλιστα ιδρύει το πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς τους, το Ηραίον, στην διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Στις δύο το βράδυ, μας πληροφορεί ο Ελύτης, όταν έκλεινε το καφενείο, ένα πλήθος νέων ξεχύνονταν στους γύρω δρόμους «κι άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις κάτω απ” τους ευκαλύπτους, συχνά ως τις τρεις και τέσσερις το πρωί», υπό το άγρυπνο και φιλύποπτο βλέμμα των χωροφυλάκων.
Το 1937 η παρέα σκόρπισε, ο Κατσίμπαλης πήγε στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην Κορυτσά, ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Ο Γκάτσος μένει στην Αθήνα και μαζί με τον Καραντώνη συνεχίζουν την έκδοση των Νέων Γραμμάτων. Ο πόλεμος και η ναζιστική κατοχή δεν σταμάτησε την πνευματική ζωή. Το 1943 μάλιστα έμελε να είναι μια σημαδιακή χρονιά για τα νεοελληνικά γράμματα. Εκδίδεται το μοναδικό ποίημα που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος η Αμοργός και ο Ήλιος ο Πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη. Το πνευματικό κατεστημένο όμως δεν κατανόησε την σημασία αυτών των έργων, και ιδίως στην περίπτωση της Αμοργού επιδόθηκε σε ειρωνείες και λοιδορίες. Ο Ελύτης για να υπερασπιστεί το έργο του φίλου του έγραψε το κείμενο Ποιητική Νοημοσύνη, όπου επισημαίνεται για πρώτη φορά η σημασία της Αμοργού. «Δεν θα επιχειρήσω εδωπέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο που θα “θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην αισθητική του 20ου αιώνα το επικολυρικό ύφος, την εντέλεια του ρυθμού, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής (χαιλντερλινικής, θα έλεγα) αντίληψης του ρομαντισμού, με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό της Μάνης, τέλος για τον πειστικό τόνο της φωνής του, και τις ωραίες, τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του…».
Τότε, το 1943, έρχεται στου Λουμίδη ένας ακόμη νέος, μ” ένα μάτσο μέτριους στίχους στην τσέπη. Τους διαβάζει στους νέους ποιητές, μα κανένας απ” την παρέα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Τότε ο νεαρός αλλάζει σκοπό: Ισχυρίζεται πως είναι μουσικός, συνθέτης μάλιστα, και ότι έχει γράψει μουσικές για την Αμοργό και τις Παραλλαγές σε μία αχτίδα. Είναι ο Μάνος Χατζιδάκις, ο στενότερος φίλος, μαθητής και συνομιλητής του Νίκου Γκάτσου, για τα επόμενα πενήντα χρόνια σχεδόν. Βλέπονταν καθημερινά, συζητούσαν διαρκώς και συνεργάστηκαν με μοναδική αρμονία. Η αρχή έγινε το ’48 με τον Ματωμένο Γάμο που μετάφρασε ο Γκάτσος και μελοποίησε ο Χατζιδάκις. Το ’49 το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει το Λεωφορείον ο Πόθος, πάλι σε μετάφραση Γκάτσου. Από εκεί είναι και το Χάρτινο το Φεγγαράκι, που σημάδεψε την αντίληψη των νεοελλήνων περί μουσικής και τραγουδιού. Το 1966 με την περίφημη Μυθολογία τους άρχισαν συνειδητά πλέον να σχεδιάζουν τους περίφημους κύκλους τραγουδιών του, ο ένας την μουσική ο άλλος τους στίχους.
Πολλοί τοποθετούν τον Γκάτσο ανάμεσα στους υπερρεαλιστές, αλλά ο Γκάτσος απλώς χρησι-μοποίησε την φόρμα του υπερρεαλισμού, γιατί τότε ήταν ο πιο πρόσφορος και φρέσκος τρόπος για να εκφράσει τις απόψεις του για την τέχνη και την ζωή. Γι” αυτό άλλωστε ο ίδιος ο Γκάτσος, ως στιχουργός πλέον, φρόντισε από νωρίς να απομακρυνθεί από το υπερρεαλιστικό περιβάλλον και να αποβάλει τις υπερρεαλιστικές φόρμες. Διέβλεπε ίσως πως ο υπερρεαλισμός από φρέσκο κι ολίγον τι περιθωριακό κίνημα σύντομα θα γινόταν μόδα, κατεστημένο, τροχοπέδη εντέλει. Άφησε τους υπερρεαλισμούς και τις μανιέρες του για τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους στιχουργούς, που αναζητούν άλλοθι να περιβάλουν την αταλαντοσύνη τους. Ο ίδιος πατάει γερά στην γη, δηλαδή σε μια παράδοση στιχουργική που ξεκινάει από τα χρόνια του Ομήρου, και φτάνει στις μέρες μας μέσω του Δημοτικού και του Ρεμπέτικου τραγουδιού -και φυσικά περιέχει και τον υπερρεαλισμό.
Ο Γκάτσος εγκαταλείπει την ποίηση και ουσιαστικά δεν επιχειρεί μετά την Αμοργό να ξαναγράψει ποίημα. Μεταφράζει κάποια θεατρικά έργα και γράφει στίχους. Εκτός του Ματωμένου Γάμου και του Λεωφορείον ο Πόθος, που αναφέραμε, μετέφρασε το Περιμπλίν και Μπελίσα, το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας και την Παραλογή του Μισοΰπνου του Λόρκα. Ακόμη τον Πατέρα του Στριντμπεργκ, την Υψηλή Εποπτεία του Ζενέ, το Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα του Ο” Νιλ, το Φουέντε Οβεχούνα του Λόπε ντε Βέγα και κάποια μονόπρακτα του Τ. Ουίλιαμς.
Ο Γκάτσος ήταν όλα αυτά, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής, εραστής, μα πάνω απ” όλα ίσως ήταν δάσκαλος. «Την μεγάλη σημασία του την αντλεί από το ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που διδάσκει όσους έχουνε την τύχη να του πούνε «καλημέρα», αν και κείνος θελήσει να τους πει «καλημέρα» και να συνεχίσει. Άλλωστε «οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν είχαν μια ειδική σχολή όπου διδάσκανε· έπρεπε να πετύχουν μαθητές που θα ήθελαν να εκμαιεύσουν από αυτούς την διδασκαλία. Αυτή είναι και η περίπτωση του Γκάτσου», έχει πει ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας απ” τους ανθρώπους που επανειλημμένα έχουν εκφράσει την ευγνωμοσύνη τους στον δάσκαλο Νίκο Γκάτσο.
Πέθανε στις 12 Μαΐου του 1992 χωρίς να προλάβει να εκδώσει τα τραγούδια του σε βιβλίο (η έκδοση έγινε μετά τον θάνατό του και σύμφωνα με τις δικές του οδηγίες) και χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τον Μανιάτικο Εσπερινό, τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών, που για χρόνια ετοίμαζε. Ετάφη στο χωριό του, την Ασέα Αρκαδίας, χωρίς επισημότητες, και με την παρουσία ολίγων φίλων του.
Φώτης Π. Βασιλείου
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ: Ο Νίκος Γκάτσος (Σύγχρονη άποψη αρ.τευχών 2008-2010)
Τραγούδι του παλιού καιρού (Νίκος Γκάτσος) ,για τον Γιώργο Σεφέρη "
Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια
του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό.
Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα!.." (Ο.Ελύτης)
* "..κάτοχος πραγματικός του μυστικού."(Ο.Ελύτης περιγράφοντας την πρώτη την πρώτη του εντύπωση από τον Γκάτσο:
"Όταν δεν μετράς με κουκιά ,οι αναλογίες του κόσμου παρουσιάζονται
διαφορετικές αν οχι -φαινομενικά τουλάχιστον- αναποδογυρισμένες.Ο
εξοικειωμένος με τ'άπιαστα δεν απορεί.."
Σαν σήμερα ,8 Δεκέμβρη,
γεννήθηκε ο Ν.Γκάτσος ..Το περιοδικό "η λέξη" τευχ.52 ,ήταν αφιερωμένο στον
ποιητή .Ο Ο.Ελύτης ,ο Κ.Κούν ,ο Μάνος Χατζιδάκις ,ο Μάνος Ελευθερίου
(κ.αλλοι ) μιλάνε για τον "αυστηρό φίλο" και τους "δημιουργικούς σπόρους του προφορικού λόγου".Ξεφυλλίστε το εδω : http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=35069&code=2843
Με αφορμή την αναφορά του Κ.Κούν στον "Ματωμένο γάμο" και την ποιητική μετάφραση του Ν.Γκάτσου ,σκηνοθεσία Κ.Κούν ,ραδιοφωνική προσαρμογή
Ι.Καμπανέλης (ζήσαμε και τέτοιες "μερες ραδιοφώνου" στην Ελλάδα)
Ο Νίκος Γκάτσος -σε τηλέφωνο- απαγγέλει και τραγουδά ο ίδιος "Τα ψεύτικα
τα λόγια τα μεγάλα" πολύ πριν την ενορχήστρωση, με συνοδεία Κώστα Φέρρη
και στο πιάνο ο Σταύρος Ξαρχάκος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Ουσιαστικά πρόκειται για μελοποιημένο απόσπασμα από την "Αμοργό" του Νίκου Γκάτσου...
Το Ταξίδι" είναι μελωδία (The Yoyage) του Μάνου Χατζιδάκι, από τη
ταινία America-America του Ηλία Καζάν ,για την οποία ζήτησε από τον
ποιητή Νίκο Γκάτσο να γράψει τους στίχους. Αυτοί οι στίχοι είναι οι τελευταίοι που έγραψε ο Ν. Γκάτσος.
Β.Γισδάκης , ερμηνεία a capella